Κρατώ στα χέρια μου την κούπα μου. Βουλιάζω στον καναπέ και διπλώνω τα πόδια μου σα μικρό παιδί. Οι υδρατμοί θαμπώνουν τα γυαλιά μου και τα βγάζω για να βλέπω καλύτερα. Το χρωματισμένο νερό βγάζει τη ζεστασιά του και με χτυπά στο πρόσωπο σαν ανάλαφρο αεράκι, σαν τις αναμνήσεις που ύπουλα και σχεδόν ασυνείδητα αναδύονται από τις πτυχές του μυαλού...
Τα χέρια μου έχουν κοκκινίσει από την καυτή κούπα που κρατώ. Δεν το αισθάνομαι όμως. Την φέρνω κοντά στο πρόσωπό μου και περιμένω μήπως αναγνωρίσω κάτι γνωστό και επιθυμητό. Κάποιες φορές αισθάνομαι ότι βλέπω εσένα να χαμογελάς. Θα προσπαθήσω πάλι μήπως σε δω και αυτήν τη φορά.
Οι σκεψεις με κατακλύζουν σαν το άρωμα του τσαγιού. Λεπτές και δυνατές μαζί. Έρχονται και με σφιχταγκαλιάζουν, με τυλίγουν γύρω γύρω, γύρω γύρω....
Ξανακοιτάζω τη γεμάτη κούπα μου. Δεν είναι πια ζεστή. Οι υδρατμοί δεν ξεπηδούν πλέον. Πρέπει να πιω το τσάι μου. Έχει κρυώσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου