Η μικρή Άννα κάθησε στο πεζουλάκι του σπιτιού της σκυθρωπή και με τα μάτια κατεβασμένα. Κοίταζε τα λυτά της κορδόνια που κρέμονταν από τα παπούτσια της σα μαραμένες ιτιές. Εκείνη τη στιγμή, ένα ψυχρό αεράκι έφερε στις μύτες των ποδιών της ένα μικρό λευκό ανθάκι. Η Αννούλα, αφού το περιεργάστηκε για λίγο, το αγκάλιασε με τις παλάμες της και το μύρισε. Ένας λεμονανθός. Ένας όμορφος λεμονανθός. Βούρκωσε. Το ήξερε ότι θα την γύριζε πίσω αυτή η μυρωδιά. Όταν ο καλός της φίλος ο Δημήτρης της είχε χαρίσει ένα ίδιο, ως ένδειξη της αγάπης του προς εκείνη.
"Δημήτρη;", ψιθύρισε.
"Εσύ είσαι;"
"Με ακούς;"
"Eίσαι το ψυχρό αεράκι που φύσηξε;
Το ανθάκι που κρατάω στα χέρια μου;
Η λεπτή μυρωδιά που ευφράνθηκα;"
Το ψυχρό αεράκι ήρθε και της χάϊδεψε το παγωμένο της μάγουλο. Σαν ένα ανθρώπινο άγγιγμα. Τόσο ξεχωριστό όσο και μελαγχολικό.
"Θα με θυμάσαι;", σφύριξε το αεράκι.
"Για πάντα", κατάφερε να ψελλίσει η μικρή Αννούλα.
"Για πάντα".
Είναι υπέροχο. Με συγκίνησες.
ΑπάντησηΔιαγραφή