Η ΠΡΩΤΗ ΑΛΗΘΕΙΑ ΕΙΝΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ. Απομένει να μάθουμε ποια είναι η τελευταία. Η αίσθηση του "γυρισμού των πραγμάτων" μού είναι οικεία, ίδια καθώς το κύμα της Ποίησης που έλεγα πριν ότι τ' αφήνω να χτυπά μακριά, στην πρώτη μου νεότητα και να ξαναγυρίζει εκεί που περιμένω, λιγοστεμένος κάθε φορά και περισσότερο αλλ΄ορθός, καθώς το θέλησα. Ένας αμετανόητα ερωτευμένος' που πηγαίνω πάντα νωρίτερα στο σημείο το κρυφό της συνάντησης, με την ίδια λαχτάρα, το ίδιο σφίξιμο στο λαιμό, το ίδιο βημάτισμα επάνω-κάτω και περιμένω... Τι; Ίσως αυτό, θα έλεγα, που αν δεν ανέβει να γίνει δάκρυο, πήζει στο στήθος και βαραίνει και ο κόσμος όλος άξαφνα φαίνεται τόσο γλυκός και τόσο πικρός μαζί. Κάποτε, είναι μία κοπέλα' κάποτε πάλι, δύο-τρεις στίχοι' πολλές φορές, απλά και μόνον το καλοκαίρι.
Τα πιο ανεπαίσθητα σημάδια, τα πιο αόρατα, ο τρόπος που γέρνει λίγο πιο λοξά ένα πουλί, που φωνάζει λίγο πιο δυνατά ο γιαουρτάς το δειλινό στον κατηφορικό δρόμο, που μπαίνει απ' τ' ανοιχτό παράθυρο αναπάντεχα μια μυρωδιά καμένου χόρτου- που βρέθηκε; από πού να' ρχεται; -παίρνουν ολάκαιρη τη σημασία τους λες και έχουν αποστολή τους μοναδική να με πείσουν ότι, όπυ να' ναι, σήμανε ο ερχομός της αγαπημένης. Να γιατί γράφω. Γιατί η Ποίηση αρχίζει από κει που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο θάνατος. Είναι η λήξη μιας ζωής και η έναρξη μιας άλλης, που είναι ίδια με την πρώτη αλλά που πάει πολύ βαθιά, ως το ακρότατο σημείο που μπόρεσε ν' ανιχνεύσει η ζωή, στα σύνορα των αντιθέτων, εκεί που ο Ήλιος και Άδης αγγίζονται. Η ατελεύτητη φορά προς το φως το φυσικό που είναι ο Λόγος, και το φως το Άκτιστον που είναι ο Θεός. Γι'αυτό γράφω. Γιατί με γοητεύει να υπακούω σ' αυτόν που δε γνωρίζω, που είναι ο εαυτός μου ολάκαιρος, όχι ο μισός που ανεβοκατεβαίνει τους δρόμους και "φέρεται εγγεγραμμένος στα μητρώα αρρένων του Δήμου".
Είναι σωστό να δίνουμε στο άγνωστο το μέρος που του ανήκει' να γιατί πρέπει να γράφουμε. Γιατί η Ποίηση μας ξεμαθαίνει από τον κόσμο, τέτοιον που τον βρήκαμε' τον κόσμο της φθοράς που, έρχεται κάποια στιγμή να δούμε ότι είναι η μόνη οδός για να υπερβούμε τη φθορά, με την έννοια που ο θάνατος είναι η μόνη οδός για Ανάσταση. Μιλώ, το καταλαβαίνω, σα να μην έχω διακαίωμα, σα να ντρέπομαι σχεδόν που αγαπώ τη ζωή. Κάποτε, είναι η αλήθεια, μ' εξαναγκάσανε και σ'αυτό. Κανείς δεν ξέρει, δεν ανακάλυψε ποτέ από πού κρατάει το πάθος του ανθρώπου να μισεί τη δυνατότητα της ίδιας του της σωτηρίας. Είναι που ίσως θα ήθελε να μην το ξέρει - αλλά παρ' όλ' αυτά το ξέρει -πως υπάρχει' και πως είναι αυτός η αιτία που δεν μπορεί μήτε να την πλησιάσει, μήτε να την υπερβεί. Θέλουμε δε θέλουμε, είμαστε όλοι δέσμιοι μιας ευτυχίας που από δικό μας λάθος αποστερούμαστε. Να από πού ξεπηδά η προαιώνια λύπη της αγάπης [...]
Οδυσσέας Ελύτης
"Ανοιχτά χαρτιά"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου