Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2011

3.ooo . . .


Περάσαμε τους 3.000 επισκέπτες και συνεχίζουμε...

Σας ευχαριστώ πολύ!

Δημοσίευμα ΠΡΩΤΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ σχετικά με την κατάσταση στην Πανεπιστημιόπολη Αθηνών

ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ, 11/9/11, σελ.23: «Πόρτα»

«Πέμπτη 1η Σεπτεμβρίου. Ώρα 18:15. Ένα πολυτελές αυτοκίνητο με δύο συνοδευτικά και δύο μοτοσικλετιστές περνά την κεντρική πύλη του Πανεπιστημίου Αθηνών στην οδό Ούλωφ Πάλμε.

Ενημέρωση σχετικά με δημοσίευμα της εφημερίδας ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ, για την κατάσταση στην Πανεπιστημιόπολη:

ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ, 11/9/11, σελ.23:

«Πόρτα»

«Πέμπτη 1η Σεπτεμβρίου. Ώρα 18:15. Ένα πολυτελές αυτοκίνητο με δύο συνοδευτικά και δύο μοτοσικλετιστές περνά την κεντρική πύλη του Πανεπιστημίου Αθηνών στην οδό Ούλωφ Πάλμε. Η συγκεκριμένη πύλη είναι ανοιχτή όλο το 24ωρο και οι μοτοσικλετιστές δεν απαντούν στο ερώτημα του φύλακα για το που κατευθύνονται.

Η αυτοκινητοπομπή διασχίζει την Πανεπιστημιούπολη προς την πύλη της Καισαριανής, με προφανή πορεία προς την Αττική οδό.

Εκείνο που δεν γνωρίζει η ασφάλεια του υψηλού προσώπου, όμως, είναι ότι με εντολή των πρυτανικών αρχών η πύλη της Καισαριανής κλείνει από τις 16:00, προκειμένου να μη μετατραπεί η Πανεπιστημιούπολη σε κέντρο διερχομένων.

Οι μοτοσικλετιστές ζητούν από τον φύλακα να ανοίξει την μπάρα, όμως ο υπάλληλος αρνείται. Οι άντρες της ασφάλειας επιμένουν, αλλά ο φύλακας δεν υποχωρεί. Τότε κατεβαίνει το παράθυρο του αυτοκινήτου και μια ευγενική φωνή λέει: «Ανοίξτε την πύλη». «Δεν μπορώ να σας δω, αν θέλετε κατεβάστε το τζάμι για να σας βλέπω», απαντά ο φύλακας και μόλις ανοίγει το παράθυρο αντικρίζει έκπληκτος τον πρωθυπουργό!

«Κύριε πρόεδρε, λυπάμαι, δεν μπορώ να σας ανοίξω. Έχω εντολή η πόρτα να παραμένει κλειστή», είναι η τελευταία φράση του φύλακα.

Και μπροστά στον ευσυνείδητο φύλακα, η πρωθυπουργική πομπή κάνει αναστροφή και κατευθύνεται εκτός Πανεπιστημιούπολης από την πύλη της Ούλωφ Πάλμε…

Τελικώς, μάλλον είναι μύθος ότι δεν υπάρχουν δημόσιοι υπάλληλοι που κάνουν σωστά τη δουλειά τους…».

Λέκτωρ Γεώργιος Στείρης

Επόπτης Πανεπιστημιόπολης



Από την επίσημη ιστοσελίδα του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Για το link :

http://www.uoa.gr/anakoinoseis-kai-ekdhloseis/anakoinoseis/proboli-anakoinwshs/dhmosieyma-prwtoy-8ematos-sxetika-me-thn-katastash-sthn-panepisthmiopolh.html?tx_ttnews[pointer]=2

Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2011

Αργοπεθαίνει...

Αργοπεθαίνει όποιος γίνεται σκλάβος της συνήθειας, επαναλαμβάνοντας κάθε μέρα τις ίδιες διαδρομές, όποιος δεν αλλάζει περπατησιά, όποιος δεν διακινδυνεύει και δεν αλλάζει χρώμα στα ρούχα του, όποιος δεν μιλεί σε όποιον δεν γνωρίζει. Αργοπεθαίνει όποιος αποφεύγει ένα πάθος, όποιος προτιμά το μαύρο για το άσπρο και τα διαλυτικά σημεία στο " ι " αντί ενός συνόλου συγκινήσεων που κάνουν να λάμπουν τα μάτια, που μετατρέπουν ένα χασμουργητό σε ένα χαμόγελο, που κάνουν την καρδιά να κτυπά στο λάθος και στα συναισθήματα. Αργοπεθαίνει όποιος δεν αναποδογυρίζει το τραπέζι, όποιος δεν είναι ευτυχισμένος στη δουλειά του, όποιος δεν διακινδυνεύει τη βεβαιότητα για την αβεβαιότητα για να κυνηγήσει ένα όνειρο, όποιος δεν επιτρέπει στον εαυτό του τουλάχιστον μια φορά στη ζωή του να αποφύγει τις εχέφρονες συμβουλές. Αργοπεθαίνει όποιος δεν ταξιδεύει, όποιος δεν διαβάζει, όποιος δεν ακούει μουσική, όποιος δεν βρίσκει σαγήνη στον εαυτό του. Αργοπεθαίνει όποιος καταστρέφει τον έρωτά του, όποιος δεν επιτρέπει να τον βοηθήσουν, όποιος περνάει τις μέρες του παραπονούμενος για τη τύχη του ή για την ασταμάτητη βροχή. Αργοπεθαίνει όποιος εγκαταλείπει μια ιδέα του πριν την αρχίσει, όποιος δεν ρωτά για πράγματα που δεν γνωρίζει. Αποφεύγουμε τον θάνατο σε μικρές δόσεις, όταν θυμόμαστε πάντοτε ότι για να είσαι ζωντανός χρειάζεται μια προσπάθεια πολύ μεγαλύτερη από το απλό γεγονός της αναπνοής. Μόνο η ένθερμη υπομονή θα οδηγήσει στην επίτευξη μιας λαμπρής ευτυχίας.

Pablo Neruda


( Μετάφραση από Ιταλική δημοσίευση : Βασίλη Χατζηγιάννη )

Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2011

Όταν η ψυχή θέλει...

Στο παρακάτω βίντεο που ακολουθεί, μπορείτε να παρακολουθήσετε ένα ζευγάρι να χορεύει κλασσικό μπαλέτο... Ποιά όμως μπορεί να είναι η διαφορά με μία συνηθισμένη παράσταση μπαλέτου; Τι είναι αυτό που το κάνει τόσο ξεχωριστό; Ίσως τόσο η χορεύτρια όσο και ο χορευτής να έχουν κάτι το ιδιαίτερο που τους τους κάνει μοναδικούς...


Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2011

Η Ποίηση αρχίζει από κει που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο θάνατος

Η ΠΡΩΤΗ ΑΛΗΘΕΙΑ ΕΙΝΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ. Απομένει να μάθουμε ποια είναι η τελευταία. Η αίσθηση του "γυρισμού των πραγμάτων" μού είναι οικεία, ίδια καθώς το κύμα της Ποίησης που έλεγα πριν ότι τ' αφήνω να χτυπά μακριά, στην πρώτη μου νεότητα και να ξαναγυρίζει εκεί που περιμένω, λιγοστεμένος κάθε φορά και περισσότερο αλλ΄ορθός, καθώς το θέλησα. Ένας αμετανόητα ερωτευμένος' που πηγαίνω πάντα νωρίτερα στο σημείο το κρυφό της συνάντησης, με την ίδια λαχτάρα, το ίδιο σφίξιμο στο λαιμό, το ίδιο βημάτισμα επάνω-κάτω και περιμένω... Τι; Ίσως αυτό, θα έλεγα, που αν δεν ανέβει να γίνει δάκρυο, πήζει στο στήθος και βαραίνει και ο κόσμος όλος άξαφνα φαίνεται τόσο γλυκός και τόσο πικρός μαζί. Κάποτε, είναι μία κοπέλα' κάποτε πάλι, δύο-τρεις στίχοι' πολλές φορές, απλά και μόνον το καλοκαίρι.
Τα πιο ανεπαίσθητα σημάδια, τα πιο αόρατα, ο τρόπος που γέρνει λίγο πιο λοξά ένα πουλί, που φωνάζει λίγο πιο δυνατά ο γιαουρτάς το δειλινό στον κατηφορικό δρόμο, που μπαίνει απ' τ' ανοιχτό παράθυρο αναπάντεχα μια μυρωδιά καμένου χόρτου- που βρέθηκε; από πού να' ρχεται; -παίρνουν ολάκαιρη τη σημασία τους λες και έχουν αποστολή τους μοναδική να με πείσουν ότι, όπυ να' ναι, σήμανε ο ερχομός της αγαπημένης. Να γιατί γράφω. Γιατί η Ποίηση αρχίζει από κει που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο θάνατος. Είναι η λήξη μιας ζωής και η έναρξη μιας άλλης, που είναι ίδια με την πρώτη αλλά που πάει πολύ βαθιά, ως το ακρότατο σημείο που μπόρεσε ν' ανιχνεύσει η ζωή, στα σύνορα των αντιθέτων, εκεί που ο Ήλιος και Άδης αγγίζονται. Η ατελεύτητη φορά προς το φως το φυσικό που είναι ο Λόγος, και το φως το Άκτιστον που είναι ο Θεός. Γι'αυτό γράφω. Γιατί με γοητεύει να υπακούω σ' αυτόν που δε γνωρίζω, που είναι ο εαυτός μου ολάκαιρος, όχι ο μισός που ανεβοκατεβαίνει τους δρόμους και "φέρεται εγγεγραμμένος στα μητρώα αρρένων του Δήμου".
Είναι σωστό να δίνουμε στο άγνωστο το μέρος που του ανήκει' να γιατί πρέπει να γράφουμε. Γιατί η Ποίηση μας ξεμαθαίνει από τον κόσμο, τέτοιον που τον βρήκαμε' τον κόσμο της φθοράς που, έρχεται κάποια στιγμή να δούμε ότι είναι η μόνη οδός για να υπερβούμε τη φθορά, με την έννοια που ο θάνατος είναι η μόνη οδός για Ανάσταση. Μιλώ, το καταλαβαίνω, σα να μην έχω διακαίωμα, σα να ντρέπομαι σχεδόν που αγαπώ τη ζωή. Κάποτε, είναι η αλήθεια, μ' εξαναγκάσανε και σ'αυτό. Κανείς δεν ξέρει, δεν ανακάλυψε ποτέ από πού κρατάει το πάθος του ανθρώπου να μισεί τη δυνατότητα της ίδιας του της σωτηρίας. Είναι που ίσως θα ήθελε να μην το ξέρει - αλλά παρ' όλ' αυτά το ξέρει -πως υπάρχει' και πως είναι αυτός η αιτία που δεν μπορεί μήτε να την πλησιάσει, μήτε να την υπερβεί. Θέλουμε δε θέλουμε, είμαστε όλοι δέσμιοι μιας ευτυχίας που από δικό μας λάθος αποστερούμαστε. Να από πού ξεπηδά η προαιώνια λύπη της αγάπης [...]


Οδυσσέας Ελύτης

"Ανοιχτά χαρτιά"

Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου 2011

Ένα μήνυμα προς όλους μας...

Ένας νεαρός και επιτυχημένο στέλεχος εταιρείας, οδηγούσε τη νέα του τζάγκουαρ κάπως γρήγορα σε μία γειτονιά όχι και τόσο καλόφημη. Πρόσεχε μην τυχόν κανένα παιδάκι ξεπροβάλει απότομα ανάμεσα από τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα.
Κάποια στιγμή πιστεύοντας πως είδε κάτι να κινείται επιβράδυνε, αντί όμως να εμφανιστεί κάποιο παιδάκι, ένα τούβλο χτύπησε με δύναμη την πλαϊνή πόρτα της τζάγκουάρ του. Φρέναρε απότομα και κάνοντας όπισθεν κατευθύνθηκε στο σημείο που το τούβλο είχε ριχτεί. Φανερά θυμωμένος πετάχτηκε έξω από το αυτοκίνητό του, κι έπιασε ένα παιδί που βρήκε κοντά του, το έσπρωξε και το ακούμπησε με την πλάτη σε ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο, φωνάζοντας:
«Γιατί το έκανες αυτό και ποιος είσαι; Τι νομίζεις ότι κάνεις; Αυτό είναι ένα καινούριο αυτοκίνητο και το τούβλο που πέταξες του έκανε μια πολύ ακριβή ζημιά! Γιατί το έκανες»;
Το νεαρό αγόρι απολογητικά του είπε:
«Σας παρακαλώ κύριε. σας παρακαλώ, ζητώ συγνώμη, αλλά δεν ήξερα τι άλλο να κάνω! Πέταξα το τούβλο γιατί κανένας δεν σταματούσε.»
Με δάκρυα να κυλάνε στο πρόσωπό του και στο σαγόνι του, το αγοράκι έδειξε πίσω από ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο.
«Είναι ο αδερφός μου» είπε «Το αναπηρικό του καροτσάκι αναποδογύρισε στο πεζοδρόμιο, έπεσε απ το καροτσάκι κι εγώ δεν μπορώ να τον σηκώσω».
Το αγόρι ζήτησε από τον νεαρό:
«Θα μπορούσατε σας παρακαλώ να με βοηθήσετε να τον βάλουμε πίσω στο αναπηρικό του καροτσάκι; Είναι χτυπημένος και είναι πολύ βαρύς για να τον σηκώσω μόνος μου».
Ο οδηγός εμβρόντητος, προσπάθησε να συνέλθει, σήκωσε γρήγορα το ανάπηρο αγόρι και το καροτσάκι του, έπειτα πήρε ένα χαρτομάντιλο και περιποιήθηκε πρόχειρα τις πληγές του αγοριού. Με μια ματιά που του έριξε κατάλαβε πως τα τραύματα του παιδιού ήταν επιφανειακά κι όλα θα πήγαιναν καλά.
«Σε ευχαριστώ, ο Θεός να σε ευλογεί» είπε το ευγνώμων αγοράκι στον ξένο.
Ο οδηγός ταραγμένος ακόμη, απλά κοιτούσε το αγοράκι να σπρώχνει το καροτσάκι με τον αδερφό του πάνω στο πεζοδρόμιο πηγαίνοντας για το σπίτι τους.
Γύρισε προς τη τζάγκουάρ του αργά. Η ζημιά στο αυτοκίνητο ήταν εμφανέστατη αλλά ο νεαρός ποτέ δεν μπήκε στην διαδικασία να την επιδιορθώσει. Άφησε τη ζημιά να υπάρχει για να του θυμίζει το μήνυμα:
«Μην ζεις τη ζωή σου τόσο γρήγορα έτσι ώστε να αναγκάζεις τον άλλον να σου πετάξει ένα τούβλο για να τραβήξει την προσοχή σου»
Ο Θεός ψιθυρίζει στις ψυχές μας και μιλά στις καρδιές μας. Μερικές φορές όταν δεν έχουμε χρόνο να ακούσουμε, είναι αναγκασμένος να μας πετάξει ένα τούβλο. Είναι επιλογή μας να ακούμε ή όχι. Δεν υποσχέθηκε μέρες χωρίς πόνο, γέλιο χωρίς θλίψη, ήλιο χωρίς βροχή, αλλά υποσχέθηκε δύναμη για κάθε μέρα, ανακούφιση στα δάκρια και φως για τον δρόμο.

Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2011

Εκεί στο νότο...



Εκεί στο Νότο
που τρίζει ο θάνατος κι η αγάπη κάνει κρότο
σαν άδειο κάθισμα ταξίδεψα για χρόνια
ψάχνοντας να βρω το κατάλληλο κορμί

Εκεί στα φώτα
εύρισκε η νύχτα τα σημάδια της τα πρώτα
είχα ξεμείνει από τσιγάρα και συμπόνια
και συ με κέρασες καπνό μ' ένα φιλί

Ποια πόλη, ποια χώρα
ποια θάλασσα σε ταξιδεύει τώρα
σωπαίνεις, θυμάσαι
και μεθυσμένη μες τον ύπνο σου γελάς
Ποια πόλη, ποια χώρα
ποια θάλασσα σε ταξιδεύει τώρα

Εκεί στο Νότο
εκεί μου κλήρωσε ο έρωτας στο Λόττο
κουλουριασμένος σαν τη σαύρα στη σκιά του
σαν νόμισμα έπεφτα στο μαύρο σου βυθό

Χλωμά καντήλια
άναβε η φτώχεια σου τα τάιζε με ζήλεια
μα συλλαβίζαν σ' αγαπώ τα βογγητά σου
σαν ένα άρρωστο στην κούνια του μωρό

Ποια πόλη, ποια χώρα
ποια θάλασσα σε ταξιδεύει τώρα
σωπαίνεις, θυμάσαι
και μεθυσμένη μες τον ύπνο σου γελάς
Ποια πόλη, ποια χώρα
ποια θάλασσα σε ταξιδεύει τώρα